συνδεδεμένου

συνδεδεμένου
συνδέω
bind
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… …   Dictionary of Greek

  • σύμπλοκος — η, ο / σύμπλοκος, ον, ΝΜΑ [συμπλέκω] νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο σύμπλοκος γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια συμπλοκίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύμπλοκα α) βιολ. κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες… …   Dictionary of Greek

  • υλίδιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία διπολικών ιόντων τα οποία σχηματίζονται κατά την απομάκρυνση ενός ατόμου υδρογόνου συνδεδεμένου με ένα άτομο άνθρακα μιας βάσης ή ενός άλατος τού τεταρτοταγούς αμμωνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ylid] …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Καραμανλής, Κωνσταντίνος — (Πρώτη Σερρών 1907 – Αθήνα 1998). Πολιτικός, πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1980 85, 1990 95) και πρωθυπουργός (1955 63, 1974 80). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1932 άρχισε να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στις Σέρρες.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”